- μελεσίπτερος
- μελεσίπτερος, -ον (Α)(για τον τζίτζικα) αυτός που τραγουδά, που σφυρίζει με τα φτερά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -πτερος (< πτερόν), κατά το ἑλκεσί-πτερος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελεσίπτερον — μελεσίπτερος singing with its wings masc/fem acc sg μελεσίπτερος singing with its wings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek